- Λευκορώσος
- ο, θηλ. Λευκορωσίδα [Λευκορωσία]ο κάτοικος τής Λευκορωσίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λευκορωσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκορωσικός — ή, ό [Λευκορώσος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λευκορωσία ή στους Λευκορώσους … Dictionary of Greek
Βιγκότσκι, Λεν Σεμιόνοβιτς — (Len Semyonovich Vygotsky, Λευκορωσία 1896 – Μόσχα 1934). Λευκορώσος ψυχολόγος. Σπούδασε νομικά και φιλολογία, αλλά από το 1917 εξάσκησε το επάγγελμα του ψυχολόγου και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ψυχολόγους της Σοβιετικής Ένωσης, μετά… … Dictionary of Greek